τηξίποθος — ον, Α αυτός που λειώνει, που φθείρει κάποιον μέσω τού πόθου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < τήκω + πόθος (πρβλ. λυσί ποθος)] … Dictionary of Greek
τηξιπόθων — τηξίποθος wasting with desire masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)